Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Στα γνωστά λημέρια

Στις παράγκες του χτες επαίτης .
Στις μετροπόλεις του αύριο,
χαμάλης..
με ένα χαρτόκουτο σκεπή και δυο κουβάδες σύννεφα.
Τι και αν βραχώ;
Υπεροξυγόνωση απάθειας και φιλαυτείας, πολτοποιητών συνειδήσεων κέρασμα..
και γω σας πνίγω.
Πότε πότε οι σκευρωμένες παραγκουπόλεις ζητάνε ένα δεύτερο ζωγράφου χέρι.
Πότε ποτε μου χαρίζουν μια παλέτα,
τι και αν δεν έχω χρώματα;
Εδώ κόβαν βόλτες οι απαγορευμένες αποχρώσεις της αγάπης.
Καποτε.
Έδώ ξεψύχησαν ηρωικά οι πρώτες δειλές ουτοπίες.
Κάποτε;
Ζητείται ένα δεύτερο μυαλό για τα αζήτητα ποίηματα που ξεστομίστηκαν απο άλαλους άμυαλους ιππότες.
Τι και αν δεν είχαν πρώτο;
Ένα δεύτερο μάτι κυλάει στην κατηφόρα στην οδο ''μονόφθαλμων''
και τρέχουν ...τρέχουν..
Κοίτα.
Κοίτα πως τρέχουν οι τρελοί με τις κενές τις κόγχες,
 να διεκδικήσουν κηδεμονία βασιλείας.
Εδώ μοιράζουν τσίγκινα στέμματα.
Εδώ που κάποιοι ακομα,παίζουν με σύννεφα..

δορίαιχμος

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Αν;..υπαρξία


Φολίδες και Λάβα

Πλημμύρα οι σκέψεις και πνίγομαι σε δαύτες μέσα.
Με το καιρό ο νυχτοφύλακας του φράγματος μαθαίνει να αφήνει νερό ελεγχόμενο.
Καθαρση.
Υδρογόνο δύο οξυγόνο,
 ο πνευματικός πατέρας των νευρώνων.
Από τα φράγματα του ανεκπλήρωτου
στραγγίζει και εξατμίζεται στο πυρωμένο της κρανιακής μου κοιλότητας.
Απο μέσα.
Και πονάει..
Πονάει αβάσταχτα.
Λάβα οι σκέψεις όταν ανακατώνονται με φρενίτιδα.
Και αναθυμιάσεις.
Αναθυμιάσεις μεθυστικές.. παντού στο σύμπαν τριγύρω απο την ένωση αυτή.
Για κολυμπήθρα μου φέραν
 Ένα χάλκινο σφυρήλατο καζάνι
στη μέση του πρίν και του μετά.
Εκεί θα με βρείς να σμιλεύω το τώρα.
Αντί για λάδι φρόντισε να φέρει το αίμα
θυσιασμένων στιγμών, στο μάταιο, καννίβαλο, αδηφάγο όνομα της πληρότητας.
Πόσο λάθος έκανα μου υπενθύμιζε η απλότητα καθώς ψυχορραγούσε.
Και πέθαινα στα βαφτίσια μου.Κάθε φορά.
Φορούσα τα βαφτιστικά μου ρούχα,ραμμένα απο δέρματα προηγούμενων ζωών μου όμως, στιγμές πριν πεθάνω.
Σαν τα φίδια.
Άλλαζα δέρμα ξέρεις ,συνειδητά και επώδυνα,
κάθε φορά που ένιωθα ότι σέρνομαι με τη κοιλιά.
Για να θυμάμαι να σηκώνομαι όρθιος να κοιτάω ψηλά.
Για να θυμάμαι πώς σε πρωτοντίκρυσα, ελπίδα.
Σου χαρίζω τα βαφτίστικά ρούχα μου  λοιπόν,
να τα απλώσεις σε φεγγάρι ολόγιομο να δεις,
μέσα απο τις πεθαμένες φολίδες μου,
τα χρώματα τα πιο ζωντανά.
Γιατί αυτά τα χρωστώ σε σένα.
Γιατί εσύ με έκανες ζωγράφο των λέξεων,
των στιγμών,
των ονείρων,
του τώρα.
Τις στιγμής..
και του πάντα.

δορίαιχμος

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Επιστροφή

Στη λιμουζίνα της στέπας λαθρεπιβάτης,
σε εντόσθια σαρκοβόρων αναγκών
 μυρηκάζω τάλαντα μύρια,
σε προσευχές και μειάσματα αδύναμων ψυχών.
Να προσέχω το οξυγόνο και τα παιδιά που ασφυκτιούν.
Η ανυπαρξία στην υπεροξυγόνωση ατροφεί,
έτσι μου λέν οι σβούρες τους
στο στροβιλισμό για την ενηλικίωση -
παραίτηση να με χορτάσουν.
Στα νούφαρα της λειψυδρίας
 αποστεωμένα ξόρκια νερού από ένα άλλοτε ένδοξο παρελθόν ,στα αζήτητα της λήθης -
ξεχασμένο.
Στο νιαούρισμα του σκύλου
ερωτέυτηκα το γαύγισμα της γάτας
ερμαφρόδιτη συνουσία,σημείο ,υπερπέραν..
και πίσω πάλι.
Ευθεία έγινα και παραπάτησα ίσως επίτηδες στάση να έκανα
στον αστικό το μύθο.
Ό,τι δεν πόθησα αρκετά , αυτοκτόνησε στις μεγαλουπόλεις με τη μορφή γκρίζου κύκνου, σε ένα παρανοϊκό άσμα εγγαστρίμυθου,
μα
μουγκού μαυραγορίτη στιγμών.
Παλιάτσοι με στολές,
θρύψαλλα και αμυχές,
συστολές και αποχρώσεις του μίζερου πότε.
Όλα παιχνίδια
που επινοήθηκαν στη δύση του νεογέννητου γέροντα.
Το όνομα αυτουνού;
Ποτέ.
Χορεύω στο τραγούδι της σαύρας και χαμογελώ στη χρησιμότητα του μάταιου.
Επιστροφή στη στέπα,όπως πρώτα..
Μα αυτή τη φορά..
Ξυπόλητος.

δορίαιχμος