Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

γλώσσα τύπου 2.0

Χρησιμοποιούσε τη γλώσσα των διανοούμενων πια
αυτή την αναβαθμισμένη εκδοχή λογισμικού γλώσσας 2.0
ανα δέκα βιβλία, δώρο το τσιπάκι κάτω απο τη γλώσσα
μέσα στη γλώσσα
μια γλώσσα για κάθε γραμμή
μια γλώσσα για κάθε κώλο
με το καινούργιο τσιπάκι εξαλειφόταν θαρρείς
το ενοχλητικό τραύλισμα
απόρροια της ψυχαναγκαστικής φύσης του
ή της έλλειψης βενζοδιαζεπινών
την χρησιμοποιούσε όμως ορθά
και καθιστά, όπως δηλαδή τον εξυπηρετούσε
σαν σωστός λόγιος
ρήτορας κανονικός με τα όλα του
και έτρεμε ολόκληρος
απο τη μέθεξη που τον τύλιγε
ή μήπως απο την έλλεψη βενζοδιαζεπίνων
ή μήπως απο την ψυχαναγκαστική φύση του
που πάλευε να βγεί
μα αυτός δεν την άφηνε
μονάχα διάβαζε διάβαζε διάβαζε
είχε βάλει σκοπό το επόμενο λογισμικό
να αποκτήσει
να κάνει κτήμα του τη γλώσσα
τσιφλίκι του, να της καρφώσει τέλος μια σημαία
ένα σταυρό ή ένα σφυροδρέπανο
-γιατί το αλφάδι προνόησε με κύκλο να μη στεριώνει πουθενά-
για να μπορεί να εισπράττει φόρους
απο κάθε επίσκεψη των άλλων σε αυτή
την καυτηριασμένη άγονη περιουσία
καί ύστερα να μαζεψει λεφτά πολλά λεφτά
για να μπορεί να ξαναπάρει βενζοδιαζεπίνες
όταν τραγικα θα ανακάλυπτε
πως οι γλώσσες στα άλλα στόματα που τον ενδιέφεραν
είχαν αλλεργία στη μεταλλική γεύση
και μάτωναν στα συρματοπλέγματα
και όταν συνειδητοποιούσε
πως δεν του έμενε πια τίποτε άλλο να κάνει με αυτή
θα την έκοβε απο την ρίζα
και θα μάθαινε επιτέλους να σκέφτεται
και να φιλά ξανά
δίνοντας αυτή τη φορά έμφαση
σε κάθε έκφανση της ερωτοτροπίας.
Φτου

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

στις ρωγμές









Δεν έχω χρόνο να σηκωθώ
έπεσα ,αλλά δεν έχω χρόνο να σηκωθω
γιατί τώρα είμαι σκαλοπάτι
για αυτούς που πήρα μαζί μου στην πτώση
δεν έχω χώμα να ριζώσω
έκλαψα, με πότισα και ρίζες πέταξα
αλλά δεν έχω χώμα να ριζώσω
και τώρα στις ρωγμές του χρόνου κατοικώ
στα αφιλόξενα τσιμέντα
άχρονος,άπατρις και με πολλά αγκάθια
κυρίως αγκάθια
παρά ανθό
μια μικρη σκάλα προς τον ουρανό
και προσδοκώ
αν την ανέβεις μια ρίζα σου να μου πετάξεις
για να πιαστώ,
να ανεβω και εγώ.
Όταν υπαρξει χρόνος να ανέβω και εγώ
ρίζα εσύ, αγκάθι εγώ
σπιθαμή-σπιθαμή
μόνο πάνω πια
πατρίδα μας το σύννεφο να κάνουμε
μόνο πάνω πια
να μη χρειαστεί να ξανακλάψουμε 
ποτέ.